- σπιδνός
- Α(κατά τον Ησύχ.) «πυκνός, συνεχής, πεπηγώς».[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπιδ- (για ετυμολ. βλ. λ. σπιδής) + επίθημα -νός (πρβλ. πυκ-νός). Για τη σημ. τής λ. σε σχέση με τη σημ. «μακρός, εκτεταμένος» τού τ. σπιδής πρβλ. λατ. spissus «βραδύς, δυσχερής, πυκνός»].
Dictionary of Greek. 2013.